- χαλαζαρενίτης
- ο, Ν(πετρογρ.) ιζηματογενές πέτρωμα που ανήκει σε ομάδα τών ψαμμιτών και περικλείει κόκκους χαλαζία σε ποσοστό πάνω από 95%.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. quartzarenite].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.